- κάμπτοντας
- κάμπτωkam̃p-aspres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηροζυγοκαμψιμέτωπος — θηροζυγοκαμψιμέτωπος, ον (Α) φρ. «ὁ θῆρας ζυγῶν καὶ κάμπτων τὰ μέτωπα» αυτός που θέτει στον ζυγό, που ζεύει και δαμάζει τα θηρία κάμπτοντας τα μέτωπα τους (η λέξη πλάστηκε ως μέρος ενός στίχου ο οποίος περιέχει όλα τα γράμματα). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
συγκλείω — ΝΜΑ, και ιων. τ. συγκληΐω και αττ. τ. ξυγκλῄω Α [κλείω / κλῄω] κλείνω μαζί αρχ. 1. κλείνω μέσα, περικλείω («αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στήθος», Αριστοτ.) 2. περιλαμβάνω («συγκλείειν θεούς τῇ ὕλη», Πλούτ.) 3. αποκλείω, φράζω («[ἡ πολεμία] ξυνέκληε … Dictionary of Greek
Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… … Dictionary of Greek